θορυβητικος

θορυβητικος
    θορυβητικός
    θορῠβητικός
    3
    шумный, шумливый Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θορυβητικος" в других словарях:

  • θορυβητικός — θορυβητικός, όν, το θηλ. και θορυβητική (Α) [θορυβώ] αυτός που δημιουργεί ταραχή, σύγχυση, θόρυβο («καταληπτικὸς τ ἄριστα τοῡ θορυβητικοῡ» και ικανότατος να προλαβαίνει τους ακροατές του να μη θορυβούν, Αριστοφ) …   Dictionary of Greek

  • θορυβητικῶν — θορυβητικός uproarious fem gen pl θορυβητικός uproarious masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορυβητικόν — θορυβητικός uproarious masc acc sg θορυβητικός uproarious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορυβητικοῦ — θορυβητικός uproarious masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»